έτος

έτος
το год;

έτος αστρικόν (σεληνιακόν) — звёздный (лунный) год;

ηλιακόν ( — или τροπικόν) έτος — тропический год;

έτος φωτός — световой год;

έτος πολιτικόν — календарный год;

τό τρέχον έτος — текущий год;

οικονομικόν έτος — бюджетный, финансовый год;

σχολικόν έτος — учебный год (в школе);

ακαδημαϊκό[ν] έτος — академический год, учебный год (в университете);

δίσεκτον έτος — високосный год;

τό (προ)παρελθόν έτος — в (поза)прошлом году;

στο επόμενο έτος — в будущем году;

τό ιδιο έτος — в том же году;

προ ετών давно;
προ δύο ετών два года назад;

κατ' έτος — ежегодно;

δίς τού έτους два раза в год;
στη διάρκεια τού ετους в течение года; μετά παρέλευσιν έτους по истечении года; είναι τριών ετών ему три года; ενός έτους годовалый;

§ η πρώτη τού έτους — или τό νέον έτος — новый год;


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Полезное


Смотреть что такое "έτος" в других словарях:

  • ἐτός — without reason indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑτός — sent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔτος — year neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • ετός — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • έτος — το 1. χρονική διάρκεια 365 366 ημερών, αλλ. χρόνος, χρονιά. 2. περίοδος εργασίας: Διδακτικό έτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έτος φωτός — Μονάδα μέτρησης, που χρησιμοποιείται στην αστρονομία για τις αποστάσεις των αστέρων, για vα αποφευχθεί η χρήση αριθμών της τάξης των δισεκατομμυρίων και πλέον. Στην πραγματικότητα, το έ.φ. παριστάνει την απόσταση που διανύει το φως σε χρονικό… …   Dictionary of Greek

  • καθ' έτος — καθ ἔτος (Α) αντί κατ ἔτος, με δάσυνση τού τ. πρβλ. εφέτος, δωδεχέτης κ.ά …   Dictionary of Greek

  • Διεθνές Γεωφυσικό Έτος — (ΔΓΕ). Χρονική περίοδος στη διάρκεια της οποίας επιστήμονες από πολλά κράτη, ειδικοί στη μελέτη της Γης και των φαινομένων που την αφορούν άμεσα, διεξήγαγαν ένα πρόγραμμα ερευνών και μελετών που είχε συμφωνηθεί και οργανωθεί εκ των προτέρων. Η… …   Dictionary of Greek

  • ανωμαλιακό έτος — Το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις της Γης από το περιήλιο. Επειδή το περιήλιο της γήινης τροχιάς κινείται εξαιτίας των παρέλξεων των άλλων πλανητών προς τη διεύθυνση κίνησης της Γης, δηλαδή προς Α (συμπληρώνει ολόκληρο κύκλο …   Dictionary of Greek

  • αστρικό έτος — O χρόνος που μεσολαβεί ανάμεσα σε δύο διαδοχικές άνω μεσουρανήσεις του Ήλιου στο ίδιο σημείο της ουράνιας σφαίρας σε σχέση με τους αστερισμούς. Είναι ίσο με μια πλήρη περιστροφή της Γης γύρω από τον Ήλιο (σε σχέση με τους αστερισμούς), δηλαδή 365 …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»